Του Βασίλη Πανάγου / Εκπαιδευτικού
Ο Σεπτέμβρης σηματοδοτεί την έλευση του Φθινοπώρου. Η μέρα αρχίζει σιγά-σιγά να μικραίνει και η φύση παίρνει όψη μελαγχολική. Είναι ο μήνας τού τρυγητού και μια ακόρεστη επιθυμία με κυριεύει να υμνήσω το αμπέλι και το κρασί. Δεν ξέρω αν φταίνε οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ή ο ενθουσιασμός του αμπελοκαλλιεργητή. Σημασία έχει πως αυτή η εποχή πάντα με κατακτούσε ολοκληρωτικά.
Νιώθω να πλανιέμαι αφημένος σε τόπους μυστηριώδεις και μαγευτικούς. Σε κόσμο φτιαγμένο από τελετουργίες διονυσιακές. Θυμάμαι τους τρυγητές να τραγουδούν στ’ αμπέλια του Σεπτέμβρη. Τα γαϊδουράκια φορτωμένα με κοφίνια, γιομάτα από σταφύλια. Τον εαυτό μου να κρατάει ένα λουρί και να τα συνοδεύει από το αμπέλι μέχρι το σπίτι. Ήταν ένα δρομολόγιο φτιαγμένο από εικόνες μεθυστικές. Στο πατητήρι πατούσαμε τα σταφύλια ξυπόλυτοι. Έτρεχε αδιάκοπα ο κεχριμπαρένιος μούστος κάτω από τα πόδια μας. Κουβάδες πήγαιναν κι έρχονταν για να γεμίσουν τα βαρέλια με το γλυκύτατο νέκταρ. Κι όταν ξεκινούσε η ζύμωση για να μετατραπεί ο μούστος σε θεϊκό κρασί, μια αποπνικτική μυρωδιά απλωνόταν σε όλη τη γειτονιά.
Τα στέμφυλα μεταφέρονταν σε δοχεία για την παρασκευή τού τσίπουρου. Μια τελετουργική διαδικασία η οποία λάμβανε χώρα στα καζαναριά. Οι γυναίκες έβραζαν το μούστο για να φτιάξουν πετιμέζι, ρετσέλια, μουσταλευριά και μουστοκούλουρα. Γλυκίσματα μιας εποχής νοσταλγικής, με γεύσεις και ευωδιές που παραμένουν αλησμόνητες.
Κάθε νοικοκύρης του χωριού είχε και το αμπελάκι του. Το φρόντιζε με μεράκι όλη τη χρονιά, για να πάρει την πολύτιμη σοδειά. Το κρασί και το τσίπουρο δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Ήταν το βάλσαμο των ανθρώπων για τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Εξάλλου, το κρασί αποτελεί προϊόν παμπάλαιας παράδοσης, που κρατάει από τα προϊστορικά χρόνια. Στα έπη τού Ομήρου γίνεται συχνή αναφορά στον οίνο και τη σχέση που είχε με τους Θεούς και τους ήρωες των Αχαιών και των Τρώων.
Κι εδώ στον όμορφο τόπο μας και στις γόνιμες λοφοπλαγιές του Κόζιακα και του Ιτάμου, οι αρχαίοι κάτοικοι συνήθιζαν να καλλιεργούν τ’ αμπελοτόπια τους. Έφτιαχναν κρασί γλυκόπιοτο για να προσφέρουν σπονδές στους Θεούς. Το απολάμβαναν και οι ίδιοι “κεκραμένο” (ανακατωμένο με νερό), σε συμπόσια και γιορτές. Το θεωρούσαν ίαμα, με ιδιότητες τονωτικές και ευεργετικές για την υγεία τους, όταν –φυσικά- επικρατούσε το «μέτρο».
Οι αρχαίοι Γόμφοιοι λάτρευαν τον Διόνυσο Κάρπιο, Θεό της γονιμότητας, της αμπέλου, του οίνου, της μυσταγωγίας και του κεφιού. Στην αγορά και στις δημόσιες τελετές, οι άνδρες της πόλης είχαν λόγους σοβαρούς να υπερηφανεύονται για το κρασί τους. Γιατί, αν ο μελιηδέας οίνος της Ισμάρου μέθυσε τον κύκλωπα Πολύφημο, το κρασί των Γομφαίων μεθοκόπησε τη λεγεώνα του Καίσαρα. Ο Πλούταρχος, με γλαφυρότητα διηγείται την κρασοκατάνυξη των Ρωμαίων, οι οποίοι περιφέρονταν σουρωμένοι στους δρόμους της πόλης και ξεσπούσαν σε Βακχικά ξεφαντώματα.
Κι όμως, αυτή η υπερβολική οινοποσία τούς απάλλαξε από μια περίεργη αρρώστια που κατάτρωγε τα σωθικά τους. Τα συνταρακτικά γεγονότα των Γόμφων, περιγράφονται με παραστατικό τρόπο και από τον Αππιανό: “Μετά τη μάχη είκοσι επιφανείς γέροντες της πόλης (των Γόμφων) ήταν νεκροί και κείτονταν καταγής στο ιατρείο σαν να ήταν μεθυσμένοι. Ένας καθόταν στο θρόνο σαν να ήταν ο γιατρός που τους έδωσε το φάρμακο”.
Οι Βυζαντινοί, διατήρησαν τη μακραίωνη παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας. Η άμπελος κι ο οίνος θεωρούνταν ιερά σύμβολα του Χριστιανισμού. Οι μοναχοί, με ιδιαίτερο ζήλο αναλάμβαναν την περιποίηση των αμπελιών και την παρασκευή του κρασιού. Τα μοναστήρια της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών και του Δουσίκου (Μονή του Αγίου Βησσαρίωνος) κατείχαν εκτάσεις με αμπελοχώραφα, όπως μας πληροφορούν χειρόγραφα του 14ου αιώνα.
Η καλλιέργεια της αμπέλου συνεχίστηκε και στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1454/55, οι κάτοικοι της Μεγάλης Πόρτας πλήρωσαν φόρο 575 άσπρα για τη δεκάτη των αμπελιών και των κήπων. Το 1506, η φορολόγηση του μετρημένου μούστου ήταν 1.280 άσπρα και το 1569/70, η δεκάτη του φόρου για τον μετρημένο μούστο έφτασε τα 2.250 άσπρα.
Σε χοτζέτι που εκδόθηκε το 1485, γίνεται λόγος για τη δεκάτη των αμπελιών που καλλιεργούσαν οι δουσικώτες καλόγεροι. Ενώ, το 1516, εκδόθηκε φερμάνι με το οποίο οι μοναχοί καταγγέλλουν τους κατοίκους της πόλης (εννοεί της Πόρτας), επειδή ποδοπατούσαν με τα κοπάδια τους τ’ αμπέλια του μοναστηριού. Γνωστή ήταν και η μακροχρόνια αντιδικία των κατοίκων της Πόρτας Παναγιάς με τους δουσικιώτες μοναχούς, για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πορταπαναγιώτικων αμπελιών.
Το 1835, αυτή η διαμάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις και οι καλόγεροι υπέβαλαν αναφορά στο Πατριαρχείο. Το 1893, ο Philippson είδε στην Πόρτα Παζάρ και το Μουζάκι να καλλιεργούνται αμπέλια σε εκτεταμένες εκτάσεις. Στην Πύλη η τοποθεσία «Αμπελική» δηλώνει την περιοχή όπου οι χωριανοί είχαν τ’ αμπέλια τους. Αυτό το τοπωνύμιο είναι γνωστό από τα μέσα του 19ου αιώνα (μνημονεύεται σε συμβολαιογραφικές πράξεις).
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η εμφάνιση της φυλλοξήρας προκάλεσε τεράστιο πλήγμα στον ελληνικό αμπελώνα. Όσες γηγενείς ποικιλίες κατάφεραν να γλυτώσουν από την καταστροφική αρρώστια, αφανίστηκαν αργότερα από την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την εκρίζωση των αμπελιών.
Σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης η λαϊκή μούσα τραγούδησε το αμπέλι και το κρασί. Ο τρύγος υμνήθηκε με τους θαυμάσιους στίχους τού ποιητή μας Κώστα Κρυστάλλη: «Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο, δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο». Στο χοροστάσι η αυλαία του χορού άνοιγε με τον τοπικό χορό μπεράτι: «Μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά, να κι ο νοικοκύρης που ’ρχεται κοντά, Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε, κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε». Μαζί με το αμπέλι, τραγουδήθηκε η ομορφιά και ο έρωτας. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της κατηγορίας είναι το παραδοσιακό τραγούδι «Τρεις μαυρομάτες».
«Ωρέ, νάτες, νάτες που ’ρχονται τρεις μαυρομάτες,
κοντούλες και γιομάτες.
Ωρέ, και το δραγάτ’ τον έλεγαν δος μας σταφύλια
και φίλα μας στα χείλια.
Εσείς τ’ αμπέλ’ το ξέρετε, μπάτε και μάστε,
κανέναν μη φοβάστε.
Θέλ’τε σταφύλι πάρετε, θέλ’τε κυδώνι,
κανείς δε σας μαλώνει.
Όσο να μπει κι όσο να βγει η κόρη απ’ τ’ αμπέλι,
μας βγήκε φιλημένη».